Παράδοση & Πανηγύρια
Ήθη & Έθιμα
Στην περιοχή των Τρικάλων, όπως και σε όλη την Ελλάδα, πολλές από τις παραδόσεις, τα έθιμα και τις λαϊκές εκφράσεις που γνωρίζουμε σήμερα, έχουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Σε δύσκολες εποχές, ο λαός μας έβρισκε τρόπους να απαλύνει τη σκληρότητα της ζωής, αναζητώντας τη χαρά μέσα από το τραγούδι, το χορό, τα παραμύθια, τις παροιμίες και τους θρύλους — όλα καρποί της λαϊκής σοφίας.
Οι εκδηλώσεις αυτές δεν περιορίζονταν μόνο στις γιορτινές μέρες, αλλά συνόδευαν κάθε πτυχή της καθημερινότητας στο χωριό: γάμους, βαφτίσια, πανηγύρια, συγκεντρώσεις, δουλειές στον θέρο ή τον τρύγο. Μαζί με τα τοπικά έθιμα και τους άγραφους νόμους κάθε κοινότητας, διαμόρφωναν έναν ισχυρό ιστό σχέσεων, εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης.
Θυμάμαι τα παλιά χρόνια… Ήταν δύσκολα, μα γεμάτα ζωή. Στο χωριό μας – στη Ζηλευτή και στα γύρω χωριά Αρδάνι, στην Κρηνίτσα, στον Παλαιόπυργο, στην Χρυσαυγή – ο κόσμος μπορεί να μην είχε πολλά, μα είχε καρδιά. Οι άνθρωποι δούλευαν σκληρά, μα ήξεραν να χαίρονται. Ένα τραγούδι στο χωράφι, ένας χορός στο πανηγύρι, ένα παραμύθι τα βράδια στο τζάκι… έτσι κυλούσαν οι μέρες.
Τις Κυριακές ντυνόμασταν καθαρά και πηγαίναμε στην εκκλησία. Κι έπειτα, αν είχε γιορτή ή αρραβώνα η και κάποιο γάμο γινόταν γλέντι. Στρωνόταν το τραπέζι με πίτες, κρασί και γέλια. Ο χορός ξεκινούσε με τα κλαρίνα και κρατούσε ως το πρωί. Όλοι μαζί – μικροί, μεγάλοι, φτωχοί, πλούσιοι – γίνονταν μια παρέα.
🌾 Τα παλιά τα χρόνια στη Ζηλευτή…
Στα παλιά τα χρόνια, τότε που η ζωή κυλούσε αργά, μα γεμάτη ανθρωπιά και ζεστασιά, η Ζηλευτή ήταν ένα χωριό γεμάτο φωνές, μυρωδιές και παραδόσεις. Οι κάτοικοι ζούσαν με απλότητα, μα με βαθιά πίστη και αγάπη για τον τόπο τους. Κάθε εποχή είχε τα δικά της έθιμα, τα δικά της τραγούδια, τις δικές της χαρές.
💒 Την ημέρα της γιορτής του Προφήτη Ηλία, όλο το χωριό ανηφόριζε στο εξωκλήσι του πάνω στο λόφο. Ανάβανε κερί, σταυροκοπιόντουσαν και μετά έστρωναν κουρελούδες κάτω από τα δέντρα. Εκεί, με μεζέδες, κρασί και παραδοσιακή μουσική, κρατούσε το πανηγύρι μέχρι αργά. Παλιοί φίλοι ξανάσμιγαν, παιδιά έτρεχαν ξυπόλυτα και οι μεγαλύτεροι θυμόντουσαν.
👰 Στους γάμους, το προζύμι για το ψωμί το ‘παιρναν απ’ την πιο καλή νοικοκυρά, και η προίκα απλωνόταν να τη δει το χωριό. Έραβαν οι κοπέλες τα προικιά τους με τα χέρια, και στολίζανε τα δωμάτια με τα υφαντά του αργαλειού. Ο γαμπρός έφερνε το καραβάνι με τα δώρα και συνοδευόταν από τραγούδια και νταούλια. Ο χορός κρατούσε τρεις μέρες, με ντόπιες συνταγές τσίπουρο και κρασί.
Υπάρχει και έντονο δρωμενικό στοιχείο στους γάμους, όπως καταγράφει και πολιτιστική έρευνα σε πρόσφατη εκδήλωση (Μάιος 2025), με το βιβλίο του Γιάννη Σούλιου «Γαμήλια Δρώμενα – Προξενιό, Αρραβωνιάσματα, Γάμος στη Ζηλευτή» να φωτίζει με λεπτομέρεια τα έθιμα.
Πολιτιστικές Εκδηλώσεις & Σύλλογοι
Στις 11 Μαΐου 2025 παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία το βιβλίο του Γιάννη Σούλιου σε εκδήλωση που διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ζηλευτής, παρουσία τοπικών αρχόντων και συγχωριανών.
Ο τοπικός χορευτικός σύλλογος «Ασκληπιός» συμμετέχει ενεργά διασώζοντας την παράδοση μέσα από χορούς, τραγούδια και φορεσιές, τόσο στο χωριό, όσο και σε εκτός εκδηλώσεις.
📌 Παραδοσιακά Γαμήλια Έθιμα στη Ζηλευτή Τρικάλων
Στη Ζηλευτή, ο γάμος δεν ήταν απλώς μια ένωση δύο ανθρώπων. Ήταν γεγονός για ολόκληρο το χωριό. Από το προξενιό μέχρι τον τελευταίο χορό του γαμπρού, όλα ακολουθούσαν έναν αυστηρό αλλά γεμάτο συναίσθημα ρυθμό.
Προξενιό:
Συνήθως οι οικογένειες κανόνιζαν τον γάμο. Οι προξενήτρες ήταν σεβαστές γυναίκες του χωριού και γνώριζαν καλά "ποιος πάει με ποιον". Όταν συμφωνούσαν οι οικογένειες, έπιναν τον πρώτο καφέ όλοι μαζί στο σπίτι της νύφης.
Αρραβώνας:
Γινόταν επίσημα με την παρουσία συγγενών και νονών. Αντάλλασσαν δώρα (κυρίως κοσμήματα, υφαντά και προικιά) και τότε λεγόταν «τα έδεσαν».
Προίκα και προετοιμασίες:
Η νύφη ύφαινε στο αργαλειό της προίκας για μήνες. Το σάββατο πριν τον γάμο γινόταν το στρώσιμο του κρεβατιού, όπου όλοι οι συγγενείς έριχναν λεφτά, ρύζι και ροδοπέταλα.
Ημέρα του γάμου:
Ήταν γιορτή για όλους. Με παραδοσιακή στολή, νύφη και γαμπρός οδηγούνταν στην εκκλησία με ζουρνάδες και νταούλια. Ο κουμπάρος κουβαλούσε και μια μπουκάλα τσίπουρο! Μετά τον γάμο, το γλέντι κρατούσε ως το ξημέρωμα — και καμιά φορά και δεύτερη μέρα.
Μετά τον γάμο:
Το νέο ζευγάρι έπαιρνε "ευχές" από όλους. Οι μεγαλύτεροι έδιναν συμβουλές, οι μικρότεροι βοηθούσαν να στρωθεί το σπιτικό τους. Τέλος, οι νιόπαντροι επισκέπτονταν έναν–έναν τους συγγενείς και γείτονες για ευχαριστίες, κάτι σαν το σημερινό “thank you visit”.
📝 Πηγή: αφηγήσεις χωριανών & βιβλίο «Γαμήλια Δρώμενα – Γιάννης Σούλιος»
Και σήμερα ακόμα, αν περπατήσεις στα σοκάκια της Ζηλευτής, κάτι από κείνες τις μέρες πλανάται στον αέρα. Είναι οι μνήμες που κρατούν τον τόπο ζωντανό, τα ήθη και τα έθιμα που περνάνε από στόμα σε στόμα, από γιαγιά σε εγγόνι. Είναι η ψυχή ενός χωριού που ποτέ δεν ξεχνά ποιο είναι και από πού κρατά η ρίζα του.
Τα παραμύθια τα έλεγαν οι γιαγιάδες, με φωνή σιγανή, γεμάτη μυστήριο. Και οι παροιμίες, σαν σοφές κουβέντες, μας έδειχναν το σωστό. Έτσι μεγαλώναμε. Με αξίες, με πίστη, με σεβασμό.
Σήμερα, πολλά απ’ αυτά χάθηκαν ή ξεχάστηκαν. Μα αν κλείσεις τα μάτια και αφουγκραστείς, μπορείς ακόμα να νιώσεις τη φωνή του χωριού, εκεί, στο φύσημα του αέρα, στα βήματα πάνω στο χώμα, σε μια παλιά φωτογραφία ή σε μια ιστορία που σώθηκε από στόμα σε στόμα.
Η φιλοξενία, η φιλία, η αλληλοϋποστήριξη και η ειλικρινής ανθρώπινη επικοινωνία ήταν αξίες ζωντανές, που χαρακτήριζαν τον τρόπο ζωής. Αυτός ο πολιτισμός του λαού, με τη γοητεία και τη σοφία του παρελθόντος, αρχίζει σήμερα να ξεθωριάζει κάτω από την πίεση των σύγχρονων τρόπων ζωής και της τεχνολογικής εξέλιξης.
Το Έθιμο της Γουρ(ου)νοχαράς
Τα περισσότερα από τα έθιμα και δρώμενα των Χριστουγέννων έχουν τις ρίζες τους στο μακρινό παρελθόν της Ελλάδας. Οι κάτοικοί του ζούσαν έντονα στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης. Όλα άλλαζαν αυτές τις ημέρες. Τα σπίτια έπαιρναν μια γιορτινή όψη. Οι νοικοκυρές είχαν πολλά να κάνουν. Σε παλαιότερους καιρούς, όταν τα σπίτια ήταν πλίθινα, παλάμιζαν το πάτωμα των σπιτιών, ασβέστωναν τους τοίχους, φουκάλιζαν τη ρούγα, έστρωναν τις καλές μαντανίες στα κρεβάτια και ήταν έτοιμες να υποδεχτούν συγγενείς και φίλους και να ζήσουν αντάμα τις εορταστικές αυτές μέρες.
Η Γιορτή αυτή τα παλιά χρόνια αναβιώνει κάθε χρόνο στις 26 Δεκεμβρίου στα καραγκουνοχώρια του κάμπου των Τρικάλων, της Καρδίτσας, της Λάρισας και της Δυτικής Μακεδονίας.
Η «Γουρνοχαρά» ή «Γουρουνοχαρά» ήταν παλαιότερα το μεγάλο γεγονός των Χριστουγέννων, καθώς την παραμονή ή την επομένη της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης σφάζονταν τα γουρούνια.
Τότε, στα παλιά χρόνια, το γουρούνι που έτρεφαν οι χωριανοί όλο τον χρόνο δεν ήταν απλώς ένα ζωντανό – ήταν ολόκληρη επένδυση. Το τάιζαν με τα περισσεύματα του σπιτιού, και αυτό τους "αντάμειβε" τα Χριστούγεννα. Γιατί τότε ήταν που ερχόταν η ώρα του… να σφαχτεί και να γίνει φαγητό, λουκάνικα, παστουρμάς και φυσικά η περίφημη «λίπα» – το λίπος του δηλαδή, που το κρατούσαν σε ντενεκέδες για να μαγειρεύουν, αφού λάδι δεν υπήρχε στα σπίτια, ήταν ακριβό πράγμα για τον θεσσαλικό κάμπο μέχρι και τη δεκαετία του ’60.
Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν “έλα να σφάξουμε το γουρούνι”, αλλά “έλα, έχουμε γουρουνοχαρά”.
Η μέρα του σφαξίματος ήταν ολόκληρο γεγονός. Συνεννοούνταν οι γείτονες από πριν, μαζεύονταν οι άντρες, και με τον ειδικό του χωριού – τον σφαγέα – έπιαναν το γουρούνι. Όχι εύκολη υπόθεση! Ήταν μεγάλα, γεροδεμένα ζώα, που συχνά ξέφευγαν και γινόταν… το έλα να δεις στο χωριό. Όταν τελικά το κατάφερναν, ερχόταν το γδάρσιμο και την άλλη μέρα ο τεμαχισμός.
Μετά έμπαιναν μπροστά οι γυναίκες. Όλα τα κομμάτια αξιοποιούνταν – τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Το κεφάλι γινόταν πατσάς, άλλα κομμάτια τηγανιά, και φυσικά τα λουκάνικα με πράσο και μπαχαρικά. Γινόταν χαμός στην αυλή, είχε φωνές, γέλια, μυρωδιές – μια γιορτή ήταν.
Για τα παιδιά, χαρά μεγάλη αποτελούσε η γνωστή στους παλαιότερους «φούσκα» δηλ. η ουροδόχος κύστη, την οποία χρησιμοποιούσαν ως μπάλα του ποδοσφαίρου.
Αλλά το πιο βαρύ κομμάτι ήταν η λίπα. Έβραζαν τα κομμάτια του λίπους σε μεγάλα καζάνια, και η νοικοκυρά έμενε από πάνω με τις ώρες – και τα βράδια – να ανακατεύει και να ξαφρίζει. Ήθελε υπομονή και γερό στομάχι… καθώς και το μεγάλο καλογανωμένο καζάνι, όπου θα έλιωναν τον παστό για να πάρουν τη λίπα και τις τσιγαρίδες, που πολλές νοικοκυρές τις ανακάτευαν με πράσα, αλάτι και διάφορα μυρωδικά και τις διατηρούσαν σε πιθάρια για πολύ καιρό, μέχρι να στεγνώσουν τα λουκάνικα, που τα κρεμούσαν κατάματα στον ήλιο κάτω από την αστρέχα του σπιτιού».
Όταν τελείωνε το βράσιμο, έμεναν στον πάτο οι τσιγαρίδες – κάτι σαν τραγανά κομμάτια, με ίνες και λίπος, που μαζί με ψιλοκομμένο πράσο ήταν ένας μεζές… άλλο πράγμα.
Το πόσο «καλό» ήταν το γουρούνι, το μετρούσαν με το πόσους ντενεκέδες λίπα έβγαλε. Όχι κιλά — ντενεκέδες!.. Τη βασική λιπαρή ουσία που χρησιμοποιούσαν για το φαγητό, καθώς το ελαιόλαδο δεν υπήρχε έως τη δεκαετία του '60. Το κρέας του μπορούσε όχι μόνο να συντηρήσει την οικογένεια, αλλά και να πουληθεί, συνεισφέροντας σημαντικά στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Τη θέση του σήμερα πήρε το λάδι που φέτος η τιμή του έφτασε στα ύψη. Επίσης, έκαναν τις τσιγαρίδες και την “αλευριά” με πράσα που τα είχαν σε κάθε περίπτωση εύκολα και γρήγορα. Αρκούσε μόνο το ζέσταμα στο τηγάνι».
Κάποτε, στη Ζηλευτή, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά δεν ήταν απλώς γιορτές – ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Από νωρίς, το κάθε σπίτι ετοίμαζε τη δική του «γουρνουχαρά», με συγγενείς και γείτονες να μαζεύονται στην αυλή. Όλα γίνονταν με μεράκι και με συντροφικότητα, μέσα στο κρύο του Δεκέμβρη και τις μυρωδιές που ξεχύνονταν από κάθε κουζίνα του χωριού.
Στα σοκάκια της Ζηλευτής, ακούγονταν οι φωνές των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα, με τριγωνάκια στο χέρι και κόκκινα μάγουλα από το κρύο. Οι νοικοκυρές τους περίμεναν με κουραμπιέδες και μελομακάρονα – όλα σπιτικά. Και τα βράδια, μαζεύονταν γύρω από τη σόμπα, και τραγουδούσαν παλιά τραγούδια – αυτά που κληρονόμησαν από παππούδες και γιαγιάδες.
Όμως, όπως και σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στη Ζηλευτή, οι εποχές άλλαξαν. Τα σπίτια έγιναν πιο μοντέρνα, οι δουλειές πιο λίγες, και οι γουρνουχαρές μέσα στις αυλές λιγόστεψαν. Πλέον, την ευθύνη της γιορτής ανέλαβε ο τοπικός πολιτιστικός σύλλογος. Το γλέντι μεταφέρθηκε στην πλατεία με πλαστικά τραπέζια και καρέκλες. Τα στόματα που τραγουδούσαν παραδοσιακά, αντικαταστάθηκαν από μικροφωνικές εγκαταστάσεις και ορχήστρες. Τα τραγούδια; Πολλά απ’ αυτά, καμία σχέση με εκείνα που γεννήθηκαν στις αυλές του χωριού.
Κι όμως, ακόμα και σήμερα, όταν πέσει το χιόνι και η πλατεία φωτιστεί με γιρλάντες, νιώθεις κάτι από εκείνο το παλιό. Στη Ζηλευτή, η μνήμη των παλιών καιρών δεν σβήνει. Ζει στις αφηγήσεις των παππούδων, στα μυρωδικά της κουζίνας, στις καρδιές όσων θυμούνται – κι όσων θέλουν να συνεχίσουν.